-
1 σιγαλόεις
A glossy, glittering, [dialect] Ep. Adj.:1 of apparel,σ. χιτών Od.15.60
, 19.232;εἵματα Il.22.154
, Od.6.26; ῥήγεα ib. 38;δέσματα Il.22.468
; cf. νεοσίγαλος.2 of horses' reins, glittering with colour or metal work, Od.6.81, Il.5.226, etc.; of house-furniture,θρόνος Od.5.86
; of a queen's chamber,ὑπερώϊα σιγαλόεντα 16.449
, 18.206, etc.;νηὸν [σιγ]αλόεντα IG14.1026
(iii/iv A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σιγαλόεις
См. также в других словарях:
σιγαλόεις — εσσα, εν, Α (επικ. τ.) 1. (ιδίως για γυναικεία ενδύματα διακοσμημένα, κεντημένα, με πολλά και λαμπερά χρώματα) λείος, στιλπνός, γυαλιστερός («χιτῶνα... σιγαλόεντα», Ομ. Οδ.) 2. (για τους χαλινούς τών αλόγων) αυτός που λάμπει από τα μεταλλικά… … Dictionary of Greek